- σαρκόφιλος
- (sarcophylus harrisii). Μαρσιποφόρο θηλαστικό της οικογένειας των Δασυουριδών. Παλιότερα ήταν διαδομένος και στην Αυστραλία, σήμερα όμως ζει μόνο στην Τασμανία, όπου λέγεται διάβολος ή αρκουδοδιάβολος εξαιτίας του μεγάλου κεφαλιού του και του βαδίσματος του που μοιάζει με της αρκούδας· το στόμα του είναι εφοδιασμένο με γερά σαγόνια, κατάλληλα για να κατασπαράζει τη λεία του και να μασά το κρέας· γι’ αυτό ονομάζεται και σαρκόφιλος. Το σώμα του, μάλλον κοντόχοντρο και χωρίς λαιμό, καλύπτεται από μαύρο ή σκούρο καφέ τρίχωμα, με μερικές άσπρες βούλες στο λαιμό, στους ώμους και στο σημείο που συνδέεται με το σώμα η ουρά, η οποία έχει μήκος 30 περίπου εκ.· τα άκρα του είναι κοντά και ρωμαλέα και έχουν δάχτυλα εφοδιασμένα με ισχυρά γαμψά νύχια. Ο διάβολος της Τασμανίας έχει συνολικό μήκος 80 εκ. και τρέφεται με ερπετά, πουλιά, αμφίβια και θηλαστικά· είναι ζωοτόκο και τρέφει τα μικρά του με τέσσερις μαστούς που βρίσκονται σ’ ένα μάρσιπο όχι πολύ βαθύ.
Ο σαρκόφιλος είναι μικρό μαρσιποφόρο σαρκοφάγο, που ζει στην Τασμανία.
* * *ο / σαρκόφιλος, -ον, ΝΜνεοελλ.ζωολ. μονοτυπικό γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας δασυουρίδες, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο το είδος Sarcophilus karisii (ursinus), κοινώς γνωστό ως διάβολος τής Τασμανίας, που είναι κυρίως σαρκοφάγομσν.αυτός που αγαπά τις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. παιδό-φιλος. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. sarcophilus].
Dictionary of Greek. 2013.